Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pronunziàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pronunˈtsjato]

1 καταδικαστική τιμωρία
2 κύρωση για παράβαση νόμου
3 καταδικαστική απόφαση
4 καταδίκη

pronunziàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pronunˈtsjato]

1 αποφασισμένος
2 που έχει έντονη ή εμφανώς διαφορετική προφορά
3 εξέχων
4 προεξέχων
5 προφερόμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pronunziarsi propagabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pronunciare (ρ. μτβ.)
pronunzia (θηλ.ουσ)
pronunziabile (επίθ.)
pronunziare (ρ. μτβ.)
pronunziarsi (ρ.μ. (αντων.))
pronunziato (ουσ αρσ )
pronunziato (επίθ.)
propagabile (επίθ.)
propagamento (ουσ αρσ )
propaganda (θηλ.ουσ)
propagandare (ρ. μτβ.)
propagandista (ουσ αρσ και θηλ.)
propagandistico (επίθ.)
propagare (ρ. μτβ.)
propagarsi (ρ. μ. αμτβ.)
propagatore (αρσ. επίθ και ουσ)
propagazione (θηλ.ουσ)
propagginamento (ουσ αρσ )
propagginare (ρ. μτβ.)
propagginazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---