propagazióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [propagatˈtsjone]
1 διασπορά
2 εξάπλωση
3 διάδοση
4 αναπαραγωγή (βιολογία)
5 πολλαπλασιασμός (βιολογία)
6 μετάδοση
7 προπαγάνδιση
8 κοινολόγηση
9 διάχυση
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [propagatˈtsjone]
1 διασπορά
2 εξάπλωση
3 διάδοση
4 αναπαραγωγή (βιολογία)
5 πολλαπλασιασμός (βιολογία)
6 μετάδοση
7 προπαγάνδιση
8 κοινολόγηση
9 διάχυση
permalink
propagazione (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android