Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


propagginazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [propadʤinatˈtsjone]

1 θάψιμο ζωντανού με το κεφάλι κάτω (σπάνιο)
2 κλαδί ή παραφυάδα με ρίζες
3 κλαδί που φυτεύεται χωρίς να κοπεί
4 φυτό από καταβολάδα
5 καταμόσχευση
6 τέχνη αναπαραγωγής με καταβολάδες
7 φυτό από κλαδί που φυτεύτηκε χωρίς να κοπεί
8 καταβολάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  propagginare propaggine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

propagarsi (ρ. μ. αμτβ.)
propagatore (αρσ. επίθ και ουσ)
propagazione (θηλ.ουσ)
propagginamento (ουσ αρσ )
propagginare (ρ. μτβ.)
propagginazione (θηλ.ουσ)
propaggine (θηλ.ουσ)
propalare (ρ. μτβ.)
propalato (επίθ.)
propalatore (αρσ. επίθ και ουσ)
propalazione (θηλ.ουσ)
propano (ουσ αρσ )
proparossitono (επίθ.)
propedeutica (θηλ.ουσ)
propedeutico (επίθ.)
propellente (ουσ αρσ )
propellente (επίθ.)
propendere (ρ.αμτβ.)
propensione (θηλ.ουσ)
propenso (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---