Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


propènso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [proˈpɛnso]

1 καλός
2 ευνοὶκός
3 διατεθειμένος
4 επαινετικός
5 ευμενής
6 προδιατεθειμένος
7 ρέπων
8 επιδοκιμαστικός
9 επιρρεπής
10 ευεπίφορος
11 ούριος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  propensione properispomeno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

propedeutico (επίθ.)
propellente (ουσ αρσ )
propellente (επίθ.)
propendere (ρ.αμτβ.)
propensione (θηλ.ουσ)
propenso (αρσ. επίθ και ουσ)
properispomeno (αρσ. επίθ και ουσ)
propile (ουσ αρσ )
propilene (ουσ αρσ )
propileo (ουσ αρσ )
propilico (επίθ.)
propina (θηλ.ουσ)
propinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
propinatore (ουσ αρσ )
propinquo (αρσ. επίθ και ουσ)
propionico (επίθ.)
propiziamente (επίρ.)
propiziare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
propiziarsi (ρ.μ. (αντων.))
propiziatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---