Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpropiziatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [propittsjaˈtore] 1 συμφιλιωτής 2 ειρηνευτής propiziatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [propittsjaˈtore] 1 εξιλαστήριος 2 εξαγνιστικός 3 εξευμενιστικός 4 εξιλεωτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |