Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


proponiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proponiˈmento]

1 σκοπός
2 στόχος
3 πρόταση
4 αποφασιστικότητα
5 θέληση
6 απόφαση
7 πρόθεση
8 προαίρεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proponibile proporsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

propizio (επίθ.)
propoli (ουσ αρσ και θηλ.)
proponente (ουσ αρσ )
proponente (επίθ.)
proponibile (επίθ.)
proponimento (ουσ αρσ )
proporsi (ρ.μ. (αντων.))
proporre (ρ. μτβ.)
proporzionale (επίθ.)
proporzionalità (θηλ.ουσ)
proporzionalmente (επίρ.)
proporzionare (ρ. μτβ.)
proporzionato (αρσ. επίθ και ουσ)
proporzione (θηλ.ουσ)
proposito (ουσ αρσ )
proposizione (θηλ.ουσ)
proposta (θηλ.ουσ)
proprefetto (ουσ αρσ )
propretore (ουσ αρσ )
propriamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---