Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


proporzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [proporˈtsjone]

1 αναλογία
2 αρμονία
3 ορθή λογική σχέση
4 συμμετρικότητα
5 ευρυθμία
6 αντιστοιχία
7 συμμετρία
8 ομοιότητα
9 λόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proporzionato proposito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proporzionale (επίθ.)
proporzionalità (θηλ.ουσ)
proporzionalmente (επίρ.)
proporzionare (ρ. μτβ.)
proporzionato (αρσ. επίθ και ουσ)
proporzione (θηλ.ουσ)
proposito (ουσ αρσ )
proposizione (θηλ.ουσ)
proposta (θηλ.ουσ)
proprefetto (ουσ αρσ )
propretore (ουσ αρσ )
propriamente (επίρ.)
proprietà (θηλ.ουσ)
proprietaria (θηλ.ουσ)
proprietario (ουσ αρσ )
proprio (επίθ.)
propriocettivo (επίθ.)
propriocettore (ουσ αρσ )
propriocezione (θηλ.ουσ)
propugnacolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---