Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


propriocettóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proprjoʧetˈtore]

ιδιοδεκτικός υποδοχέας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  propriocettivo propriocezione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proprietà (θηλ.ουσ)
proprietaria (θηλ.ουσ)
proprietario (ουσ αρσ )
proprio (επίθ.)
propriocettivo (επίθ.)
propriocettore (ουσ αρσ )
propriocezione (θηλ.ουσ)
propugnacolo (ουσ αρσ )
propugnare (ρ. μτβ.)
propugnatore (αρσ. επίθ και ουσ)
propugnazione (θηλ.ουσ)
propulsare (ρ. μτβ.)
propulsione (θηλ.ουσ)
propulsivo (επίθ.)
propulsore (ουσ αρσ )
propulsorio (επίθ.)
prorettore (ουσ αρσ )
proroga (θηλ.ουσ)
prorogabile (επίθ.)
prorogabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---