Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


propugnàcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [propuɲˈɲakolo]

1 μπεντένι
2 μετερίζι
3 οχύρωμα
4 έπαλξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  propriocezione propugnare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proprietario (ουσ αρσ )
proprio (επίθ.)
propriocettivo (επίθ.)
propriocettore (ουσ αρσ )
propriocezione (θηλ.ουσ)
propugnacolo (ουσ αρσ )
propugnare (ρ. μτβ.)
propugnatore (αρσ. επίθ και ουσ)
propugnazione (θηλ.ουσ)
propulsare (ρ. μτβ.)
propulsione (θηλ.ουσ)
propulsivo (επίθ.)
propulsore (ουσ αρσ )
propulsorio (επίθ.)
prorettore (ουσ αρσ )
proroga (θηλ.ουσ)
prorogabile (επίθ.)
prorogabilità (θηλ.ουσ)
prorogare (ρ. μτβ.)
prorompente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---