Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprorompènte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [proromˈpɛnte] 1 που αναπηδά 2 που πιδακίζει 3 ορμητικός 4 που αναβλύζει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |