Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pròsa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔsa], [ˈprɔza]

η πρόζα, η πεζογραφία, ο πέζος λόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prorompere prosaicamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prorogabile (επίθ.)
prorogabilità (θηλ.ουσ)
prorogare (ρ. μτβ.)
prorompente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prorompere (ρ.αμτβ.)
prosa (θηλ.ουσ)
prosaicamente (επίρ.)
prosaicismo (ουσ αρσ )
prosaicità (θηλ.ουσ)
prosaico (επίθ.)
prosapia (θηλ.ουσ)
prosasticità (θηλ.ουσ)
prosastico (επίθ.)
prosatore (ουσ αρσ )
proscenio (ουσ αρσ )
proscimmie (θηλ. ουσ πληθ.)
prosciogliere (ρ. μτβ.)
proscioglimento (ουσ αρσ )
prosciolto (αρσ. επίθ και ουσ)
prosciugamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---