Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prosciòlto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [proʃˈʃɔlto]

1 απαλλαχθείς
2 αθωωθείς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proscioglimento prosciugamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prosatore (ουσ αρσ )
proscenio (ουσ αρσ )
proscimmie (θηλ. ουσ πληθ.)
prosciogliere (ρ. μτβ.)
proscioglimento (ουσ αρσ )
prosciolto (αρσ. επίθ και ουσ)
prosciugamento (ουσ αρσ )
prosciugare (ρ. μτβ.)
prosciugarsi (ρ.μ. (αντων.))
prosciutto (ουσ αρσ )
proscritto (ουσ αρσ )
proscritto (επίθ.)
proscrittore (ουσ αρσ )
proscrivere (ρ. μτβ.)
proscrizione (θηλ.ουσ)
prosecuzione (θηλ.ουσ)
proseguimento (ουσ αρσ )
proseguire (ρ.αμτβ.)
proselitismo (ουσ αρσ )
proselitista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---