Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόproscrìtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [prosˈkritto] Εξόριστος proscrìtto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [prosˈkritto] 1 εξορισμένος 2 προγραμμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |