Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prosciugàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [proʃʃuˈgare]

αποξηραίνω

prosciugarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [proʃʃuˈgarsi]

1 αποστραγγίζομαι
2 ξεραίνομαι
3 στεγνώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prosciugamento prosciutto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proscimmie (θηλ. ουσ πληθ.)
prosciogliere (ρ. μτβ.)
proscioglimento (ουσ αρσ )
prosciolto (αρσ. επίθ και ουσ)
prosciugamento (ουσ αρσ )
prosciugare (ρ. μτβ.)
prosciugarsi (ρ.μ. (αντων.))
prosciutto (ουσ αρσ )
proscritto (ουσ αρσ )
proscritto (επίθ.)
proscrittore (ουσ αρσ )
proscrivere (ρ. μτβ.)
proscrizione (θηλ.ουσ)
prosecuzione (θηλ.ουσ)
proseguimento (ουσ αρσ )
proseguire (ρ.αμτβ.)
proselitismo (ουσ αρσ )
proselitista (ουσ αρσ και θηλ.)
proselito (ουσ αρσ )
prosencefalo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---