Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prosèlito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proˈzɛlito]

1 προσήλυτος
2 νεόφυτος
3 μυημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proselitista prosencefalo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prosecuzione (θηλ.ουσ)
proseguimento (ουσ αρσ )
proseguire (ρ.αμτβ.)
proselitismo (ουσ αρσ )
proselitista (ουσ αρσ και θηλ.)
proselito (ουσ αρσ )
prosencefalo (ουσ αρσ )
prosenchima (ουσ αρσ )
prosenchimatico (επίθ.)
prosettore (ουσ αρσ )
prosieguo (ουσ αρσ )
prosillogismo (ουσ αρσ )
prosindaco (ουσ αρσ )
prosit (επιφ.)
prosodia (θηλ.ουσ)
prosodiaco (επίθ.)
prosodico (επίθ.)
prosopografia (θηλ.ουσ)
prosopopea (θηλ.ουσ)
prosopopeico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---