Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


proseguiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prosegwiˈmento]

1 συνέχιση
2 εξακολούθηση
3 καταδίωξη
4 μήνυση
5 δίωξη
6 αγωγή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prosecuzione proseguire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proscritto (επίθ.)
proscrittore (ουσ αρσ )
proscrivere (ρ. μτβ.)
proscrizione (θηλ.ουσ)
prosecuzione (θηλ.ουσ)
proseguimento (ουσ αρσ )
proseguire (ρ.αμτβ.)
proselitismo (ουσ αρσ )
proselitista (ουσ αρσ και θηλ.)
proselito (ουσ αρσ )
prosencefalo (ουσ αρσ )
prosenchima (ουσ αρσ )
prosenchimatico (επίθ.)
prosettore (ουσ αρσ )
prosieguo (ουσ αρσ )
prosillogismo (ουσ αρσ )
prosindaco (ουσ αρσ )
prosit (επιφ.)
prosodia (θηλ.ουσ)
prosodiaco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---