Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prosìndaco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proˈsindako]

αντιδήμαρχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prosillogismo prosit  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prosenchima (ουσ αρσ )
prosenchimatico (επίθ.)
prosettore (ουσ αρσ )
prosieguo (ουσ αρσ )
prosillogismo (ουσ αρσ )
prosindaco (ουσ αρσ )
prosit (επιφ.)
prosodia (θηλ.ουσ)
prosodiaco (επίθ.)
prosodico (επίθ.)
prosopografia (θηλ.ουσ)
prosopopea (θηλ.ουσ)
prosopopeico (επίθ.)
prosperamente (επίρ.)
prosperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prosperità (θηλ.ουσ)
prospero (επίθ.)
prosperosamente (επίρ.)
prosperosità (θηλ.ουσ)
prosperoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---