Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prosperosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prosperosiˈta]

1 θαλερότητα
2 ακμή
3 προκοπή
4 ευζωία
5 ευημερία
6 ευπραγία
7 ευδοκίμηση
8 ευμάρεια
9 ευπορία
10 ομορφιά (γυναίκας)
11 επιτυχία
12 ευεξία
13 ευτυχία
14 ευφορία
15 ευτροφία (γυναίκας)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prosperosamente prosperoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prosperamente (επίρ.)
prosperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prosperità (θηλ.ουσ)
prospero (επίθ.)
prosperosamente (επίρ.)
prosperosità (θηλ.ουσ)
prosperoso (επίθ.)
prospettare (ρ.αμτβ.)
prospettare (ρ. μτβ.)
prospettarsi (ρ.μ. (αντων.))
prospettico (αρσ. επίθ και ουσ)
prospettiva (θηλ.ουσ)
prospettivista (ουσ αρσ και θηλ.)
prospettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
prospetto (ουσ αρσ )
prospettore (ουσ αρσ )
prospezione (θηλ.ουσ)
prospiciente (επίθ.)
prossemica (θηλ.ουσ)
prosseneta (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---