Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prosperità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prosperiˈta]

1 ολβιότης
2 ευπραγία
3 προκοπή
4 πλούτος
5 ευδαιμονία
6 ευημερία
7 ευμάρεια
8 μακαριότητα
9 ακμή
10 χρυσοφόρα φλέβα
11 ευτυχία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prosperare prospero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prosopografia (θηλ.ουσ)
prosopopea (θηλ.ουσ)
prosopopeico (επίθ.)
prosperamente (επίρ.)
prosperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prosperità (θηλ.ουσ)
prospero (επίθ.)
prosperosamente (επίρ.)
prosperosità (θηλ.ουσ)
prosperoso (επίθ.)
prospettare (ρ.αμτβ.)
prospettare (ρ. μτβ.)
prospettarsi (ρ.μ. (αντων.))
prospettico (αρσ. επίθ και ουσ)
prospettiva (θηλ.ουσ)
prospettivista (ουσ αρσ και θηλ.)
prospettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
prospetto (ουσ αρσ )
prospettore (ουσ αρσ )
prospezione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---