Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prospettìva  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prospetˈtiva]

η προοπτική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prospettico prospettivista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prosperoso (επίθ.)
prospettare (ρ.αμτβ.)
prospettare (ρ. μτβ.)
prospettarsi (ρ.μ. (αντων.))
prospettico (αρσ. επίθ και ουσ)
prospettiva (θηλ.ουσ)
prospettivista (ουσ αρσ και θηλ.)
prospettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
prospetto (ουσ αρσ )
prospettore (ουσ αρσ )
prospezione (θηλ.ουσ)
prospiciente (επίθ.)
prossemica (θηλ.ουσ)
prosseneta (ουσ αρσ και θηλ.)
prossimale (επίθ.)
prossimamente (επίρ.)
prossimità (θηλ.ουσ)
prossimo (ουσ αρσ )
prossimo (επίθ.)
prostaglandina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---