Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prospettàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [prospetˈtare]

έχω πρόσοψη

prospettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [prospetˈtare]

1 αφήνω να φανεί
2 επισημαίνω
3 επιδεικνύω
4 αντικρίζω
5 δηλώνω
6 προχωρώ
7 αναδείχνω
8 προτείνω
9 προσέχω
10 ατενίζω

prospettarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [prospetˈtarsi]

1 φαίνομαι
2 εμφανίζομαι
3 παρουσιάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prosperoso prospettico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prosperità (θηλ.ουσ)
prospero (επίθ.)
prosperosamente (επίρ.)
prosperosità (θηλ.ουσ)
prosperoso (επίθ.)
prospettare (ρ.αμτβ.)
prospettare (ρ. μτβ.)
prospettarsi (ρ.μ. (αντων.))
prospettico (αρσ. επίθ και ουσ)
prospettiva (θηλ.ουσ)
prospettivista (ουσ αρσ και θηλ.)
prospettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
prospetto (ουσ αρσ )
prospettore (ουσ αρσ )
prospezione (θηλ.ουσ)
prospiciente (επίθ.)
prossemica (θηλ.ουσ)
prosseneta (ουσ αρσ και θηλ.)
prossimale (επίθ.)
prossimamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---