Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prospezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prospetˈtsjone]

1 γράφημα μεταλλευτικής έρευνας
2 έρευνα περιοχής για μεταλλεύματα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prospettore prospiciente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prospettiva (θηλ.ουσ)
prospettivista (ουσ αρσ και θηλ.)
prospettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
prospetto (ουσ αρσ )
prospettore (ουσ αρσ )
prospezione (θηλ.ουσ)
prospiciente (επίθ.)
prossemica (θηλ.ουσ)
prosseneta (ουσ αρσ και θηλ.)
prossimale (επίθ.)
prossimamente (επίρ.)
prossimità (θηλ.ουσ)
prossimo (ουσ αρσ )
prossimo (επίθ.)
prostaglandina (θηλ.ουσ)
prostata (θηλ.ουσ)
prostatectomia (θηλ.ουσ)
prostatico (αρσ. επίθ και ουσ)
prostatite (θηλ.ουσ)
prosternare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---