Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prossimàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [prossiˈmale]

1 εγγύς
2 εγγύτατος
3 πλησιέστερος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prosseneta prossimamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prospettore (ουσ αρσ )
prospezione (θηλ.ουσ)
prospiciente (επίθ.)
prossemica (θηλ.ουσ)
prosseneta (ουσ αρσ και θηλ.)
prossimale (επίθ.)
prossimamente (επίρ.)
prossimità (θηλ.ουσ)
prossimo (ουσ αρσ )
prossimo (επίθ.)
prostaglandina (θηλ.ουσ)
prostata (θηλ.ουσ)
prostatectomia (θηλ.ουσ)
prostatico (αρσ. επίθ και ουσ)
prostatite (θηλ.ουσ)
prosternare (ρ. μτβ.)
prosternarsi (ρ. μ. αμτβ.)
prosternazione (θηλ.ουσ)
prostesi (θηλ.ουσ)
prostetico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---