pròssimo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔssimo]
1 ο πλησίον
2 γείτονας
pròssimo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔssimo]
1 επομένος (-η, -ο), προσεχής (-ής, -ές)
2 (parente) στενός (-ή, -ό)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔssimo]
1 ο πλησίον
2 γείτονας
pròssimo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔssimo]
1 επομένος (-η, -ο), προσεχής (-ής, -ές)
2 (parente) στενός (-ή, -ό)
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
l'anno [αρσ.] prossimo = τού χρόνου || passato [αρσ.] prossimo = ο παρακείμενος
prossimo (ουσ αρσ )
prossimo (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android