Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pròssimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔssimo]

1 ο πλησίον
2 γείτονας

pròssimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔssimo]

1 επομένος (-η, -ο), προσεχής (-ής, -ές)
2 (parente) στενός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prossimità prostaglandina  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


l'anno [αρσ.] prossimo = τού χρόνου || passato [αρσ.] prossimo = ο παρακείμενος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prossemica (θηλ.ουσ)
prosseneta (ουσ αρσ και θηλ.)
prossimale (επίθ.)
prossimamente (επίρ.)
prossimità (θηλ.ουσ)
prossimo (ουσ αρσ )
prossimo (επίθ.)
prostaglandina (θηλ.ουσ)
prostata (θηλ.ουσ)
prostatectomia (θηλ.ουσ)
prostatico (αρσ. επίθ και ουσ)
prostatite (θηλ.ουσ)
prosternare (ρ. μτβ.)
prosternarsi (ρ. μ. αμτβ.)
prosternazione (θηλ.ουσ)
prostesi (θηλ.ουσ)
prostetico (επίθ.)
prostilo (επίθ.)
prostituire (ρ. μτβ.)
prostituirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---