Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prosopopèico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [prozopoˈpɛjko]

ο της προσωποποιίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prosopopea prosperamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prosodia (θηλ.ουσ)
prosodiaco (επίθ.)
prosodico (επίθ.)
prosopografia (θηλ.ουσ)
prosopopea (θηλ.ουσ)
prosopopeico (επίθ.)
prosperamente (επίρ.)
prosperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prosperità (θηλ.ουσ)
prospero (επίθ.)
prosperosamente (επίρ.)
prosperosità (θηλ.ουσ)
prosperoso (επίθ.)
prospettare (ρ.αμτβ.)
prospettare (ρ. μτβ.)
prospettarsi (ρ.μ. (αντων.))
prospettico (αρσ. επίθ και ουσ)
prospettiva (θηλ.ουσ)
prospettivista (ουσ αρσ και θηλ.)
prospettivo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---