Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prosodìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prozoˈdia]

προσωδία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prosit prosodiaco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prosettore (ουσ αρσ )
prosieguo (ουσ αρσ )
prosillogismo (ουσ αρσ )
prosindaco (ουσ αρσ )
prosit (επιφ.)
prosodia (θηλ.ουσ)
prosodiaco (επίθ.)
prosodico (επίθ.)
prosopografia (θηλ.ουσ)
prosopopea (θηλ.ουσ)
prosopopeico (επίθ.)
prosperamente (επίρ.)
prosperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prosperità (θηλ.ουσ)
prospero (επίθ.)
prosperosamente (επίρ.)
prosperosità (θηλ.ουσ)
prosperoso (επίθ.)
prospettare (ρ.αμτβ.)
prospettare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---