Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prosopopèa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prozopoˈpɛa]

1 επίδειξη
2 προσωποποιία
3 υπεροψία
4 φιγούρα
5 αλαζονεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prosopografia prosopopeico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prosit (επιφ.)
prosodia (θηλ.ουσ)
prosodiaco (επίθ.)
prosodico (επίθ.)
prosopografia (θηλ.ουσ)
prosopopea (θηλ.ουσ)
prosopopeico (επίθ.)
prosperamente (επίρ.)
prosperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prosperità (θηλ.ουσ)
prospero (επίθ.)
prosperosamente (επίρ.)
prosperosità (θηλ.ουσ)
prosperoso (επίθ.)
prospettare (ρ.αμτβ.)
prospettare (ρ. μτβ.)
prospettarsi (ρ.μ. (αντων.))
prospettico (αρσ. επίθ και ουσ)
prospettiva (θηλ.ουσ)
prospettivista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---