Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prosciogliménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proʃʃoʎʎiˈmento]

1 λύτρωση
2 ελευθέρωση
3 σωτηρία
4 ξεμπλέξιμο
5 αθώωση
6 απαλλαγή
7 αποτίναξη
8 απολύτρωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prosciogliere prosciolto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prosastico (επίθ.)
prosatore (ουσ αρσ )
proscenio (ουσ αρσ )
proscimmie (θηλ. ουσ πληθ.)
prosciogliere (ρ. μτβ.)
proscioglimento (ουσ αρσ )
prosciolto (αρσ. επίθ και ουσ)
prosciugamento (ουσ αρσ )
prosciugare (ρ. μτβ.)
prosciugarsi (ρ.μ. (αντων.))
prosciutto (ουσ αρσ )
proscritto (ουσ αρσ )
proscritto (επίθ.)
proscrittore (ουσ αρσ )
proscrivere (ρ. μτβ.)
proscrizione (θηλ.ουσ)
prosecuzione (θηλ.ουσ)
proseguimento (ουσ αρσ )
proseguire (ρ.αμτβ.)
proselitismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---