ItalianoGreco


prosciogliménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proʃʃoʎʎiˈmento]

1 λύτρωση
2 ελευθέρωση
3 σωτηρία
4 ξεμπλέξιμο
5 αθώωση
6 απαλλαγή
7 αποτίναξη
8 απολύτρωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---