Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prosciùtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proʃˈʃutto]

το ζαμπόν, το χοιρομέρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prosciugarsi proscritto  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


prosciutto [αρσ.] cotto = το ατμού χοιρομέρι || prosciutto [αρσ.] crudo = το αέρος χοιρομέρι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proscioglimento (ουσ αρσ )
prosciolto (αρσ. επίθ και ουσ)
prosciugamento (ουσ αρσ )
prosciugare (ρ. μτβ.)
prosciugarsi (ρ.μ. (αντων.))
prosciutto (ουσ αρσ )
proscritto (ουσ αρσ )
proscritto (επίθ.)
proscrittore (ουσ αρσ )
proscrivere (ρ. μτβ.)
proscrizione (θηλ.ουσ)
prosecuzione (θηλ.ουσ)
proseguimento (ουσ αρσ )
proseguire (ρ.αμτβ.)
proselitismo (ουσ αρσ )
proselitista (ουσ αρσ και θηλ.)
proselito (ουσ αρσ )
prosencefalo (ουσ αρσ )
prosenchima (ουσ αρσ )
prosenchimatico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---