Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprosciùtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [proʃˈʃutto] το ζαμπόν, το χοιρομέρι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαprosciutto [αρσ.] cotto = το ατμού χοιρομέρι || prosciutto [αρσ.] crudo = το αέρος χοιρομέρι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |