Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prorómpere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [proˈrompere]

1 εκχύνομαι
2 αναπηδώ
3 πιδακίζω
4 αναβρυώ
5 αναβλύζω
6 ξεσπώ
7 ξεχύνομαι
8 ξεσπάζω
9 εκρήγνυμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prorompente prosa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proroga (θηλ.ουσ)
prorogabile (επίθ.)
prorogabilità (θηλ.ουσ)
prorogare (ρ. μτβ.)
prorompente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prorompere (ρ.αμτβ.)
prosa (θηλ.ουσ)
prosaicamente (επίρ.)
prosaicismo (ουσ αρσ )
prosaicità (θηλ.ουσ)
prosaico (επίθ.)
prosapia (θηλ.ουσ)
prosasticità (θηλ.ουσ)
prosastico (επίθ.)
prosatore (ουσ αρσ )
proscenio (ουσ αρσ )
proscimmie (θηλ. ουσ πληθ.)
prosciogliere (ρ. μτβ.)
proscioglimento (ουσ αρσ )
prosciolto (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---