Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


propugnazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [propuɲɲatˈtsjone]

1 υπεράσπιση
2 διαφέντεμα
3 προάσπιση
4 υποστήριξη
5 συμπαράσταση
6 συνηγορία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  propugnatore propulsare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

propriocettore (ουσ αρσ )
propriocezione (θηλ.ουσ)
propugnacolo (ουσ αρσ )
propugnare (ρ. μτβ.)
propugnatore (αρσ. επίθ και ουσ)
propugnazione (θηλ.ουσ)
propulsare (ρ. μτβ.)
propulsione (θηλ.ουσ)
propulsivo (επίθ.)
propulsore (ουσ αρσ )
propulsorio (επίθ.)
prorettore (ουσ αρσ )
proroga (θηλ.ουσ)
prorogabile (επίθ.)
prorogabilità (θηλ.ουσ)
prorogare (ρ. μτβ.)
prorompente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prorompere (ρ.αμτβ.)
prosa (θηλ.ουσ)
prosaicamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---