ItalianoGreco


propugnatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [propuɲɲaˈtore]

1 συμπαραστάτης
2 συνήγορος
3 πρόμαχος
4 υποστηρικτής
5 αλεξητήρ
6 υπέρμαχος
7 απολογητής
8 αλληλέγγυος
9 συνεπίκουρος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---