Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pròprio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔprjo]

1 δικός (-ή, -ό), ιδικός (-ή, -ό)
2 (nome) κύριος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proprietario propriocettivo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


compiere il proprio dovere = ανταπόκρινομαι τις υποχρεώσεις μου || fare la propria parte = κάνω το κομμάτι μου || mettere qualcuno a proprio agio = τοποθετώ κανέναν αναπαυτικά || sentirsi a proprio agio = αισθάνομαι άνετα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

propretore (ουσ αρσ )
propriamente (επίρ.)
proprietà (θηλ.ουσ)
proprietaria (θηλ.ουσ)
proprietario (ουσ αρσ )
proprio (επίθ.)
propriocettivo (επίθ.)
propriocettore (ουσ αρσ )
propriocezione (θηλ.ουσ)
propugnacolo (ουσ αρσ )
propugnare (ρ. μτβ.)
propugnatore (αρσ. επίθ και ουσ)
propugnazione (θηλ.ουσ)
propulsare (ρ. μτβ.)
propulsione (θηλ.ουσ)
propulsivo (επίθ.)
propulsore (ουσ αρσ )
propulsorio (επίθ.)
prorettore (ουσ αρσ )
proroga (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---