Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


propriaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [proprjaˈmente]

1 πιστά
2 κατά γράμμα
3 πραγματικά
4 όντως
5 κυριολεκτικά
6 κατάλληλα
7 σωστά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  propretore proprietà  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proposito (ουσ αρσ )
proposizione (θηλ.ουσ)
proposta (θηλ.ουσ)
proprefetto (ουσ αρσ )
propretore (ουσ αρσ )
propriamente (επίρ.)
proprietà (θηλ.ουσ)
proprietaria (θηλ.ουσ)
proprietario (ουσ αρσ )
proprio (επίθ.)
propriocettivo (επίθ.)
propriocettore (ουσ αρσ )
propriocezione (θηλ.ουσ)
propugnacolo (ουσ αρσ )
propugnare (ρ. μτβ.)
propugnatore (αρσ. επίθ και ουσ)
propugnazione (θηλ.ουσ)
propulsare (ρ. μτβ.)
propulsione (θηλ.ουσ)
propulsivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---