Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpropòsito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [proˈpɔzito] η πρόθεση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαa proposito di = παρεμπιπτόντως || di proposito = επίτηδες Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |