Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


propòsito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proˈpɔzito]

η πρόθεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proporzione proposizione  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a proposito di = παρεμπιπτόντως || di proposito = επίτηδες


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proporzionalità (θηλ.ουσ)
proporzionalmente (επίρ.)
proporzionare (ρ. μτβ.)
proporzionato (αρσ. επίθ και ουσ)
proporzione (θηλ.ουσ)
proposito (ουσ αρσ )
proposizione (θηλ.ουσ)
proposta (θηλ.ουσ)
proprefetto (ουσ αρσ )
propretore (ουσ αρσ )
propriamente (επίρ.)
proprietà (θηλ.ουσ)
proprietaria (θηλ.ουσ)
proprietario (ουσ αρσ )
proprio (επίθ.)
propriocettivo (επίθ.)
propriocettore (ουσ αρσ )
propriocezione (θηλ.ουσ)
propugnacolo (ουσ αρσ )
propugnare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---