Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


propìzio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [proˈpittsjo]

1 εξιλεωτικός
2 εξαγνιστικός
3 κατάλληλος
4 ήπιος
5 επιεικής
6 ενδεδειγμένος
7 σωστός
8 πλεονεκτικός
9 εύθετος
10 ευοίωνος
11 εξιλαστήριος
12 εξευμενιστικός
13 ευμενής
14 ευνοὶκός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  propiziazione propoli  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

propiziarsi (ρ.μ. (αντων.))
propiziatore (ουσ αρσ )
propiziatore (επίθ.)
propiziatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
propiziazione (θηλ.ουσ)
propizio (επίθ.)
propoli (ουσ αρσ και θηλ.)
proponente (ουσ αρσ )
proponente (επίθ.)
proponibile (επίθ.)
proponimento (ουσ αρσ )
proporsi (ρ.μ. (αντων.))
proporre (ρ. μτβ.)
proporzionale (επίθ.)
proporzionalità (θηλ.ουσ)
proporzionalmente (επίρ.)
proporzionare (ρ. μτβ.)
proporzionato (αρσ. επίθ και ουσ)
proporzione (θηλ.ουσ)
proposito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---