Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


propiziatòrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [propittsjaˈtɔrjo]

1 εξιλαστήριος
2 εξαγνιστικός
3 εξευμενιστικός
4 εξιλεωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  propiziatore propiziazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

propiziamente (επίρ.)
propiziare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
propiziarsi (ρ.μ. (αντων.))
propiziatore (ουσ αρσ )
propiziatore (επίθ.)
propiziatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
propiziazione (θηλ.ουσ)
propizio (επίθ.)
propoli (ουσ αρσ και θηλ.)
proponente (ουσ αρσ )
proponente (επίθ.)
proponibile (επίθ.)
proponimento (ουσ αρσ )
proporsi (ρ.μ. (αντων.))
proporre (ρ. μτβ.)
proporzionale (επίθ.)
proporzionalità (θηλ.ουσ)
proporzionalmente (επίρ.)
proporzionare (ρ. μτβ.)
proporzionato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---