Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


propiziàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [propitˈtsjare]

1 φιλιώνω
2 ειρηνεύω
3 κατευνάζω
4 εξιλεώνω
5 εξευμενίζω
6 συμφιλιώνω
7 καθιστώ ευνοὶκό

propiziarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [propitˈtsjarsi]

1 συμφιλιώνομαι
2 εξιλεώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  propiziamente propiziatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

propinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
propinatore (ουσ αρσ )
propinquo (αρσ. επίθ και ουσ)
propionico (επίθ.)
propiziamente (επίρ.)
propiziare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
propiziarsi (ρ.μ. (αντων.))
propiziatore (ουσ αρσ )
propiziatore (επίθ.)
propiziatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
propiziazione (θηλ.ουσ)
propizio (επίθ.)
propoli (ουσ αρσ και θηλ.)
proponente (ουσ αρσ )
proponente (επίθ.)
proponibile (επίθ.)
proponimento (ουσ αρσ )
proporsi (ρ.μ. (αντων.))
proporre (ρ. μτβ.)
proporzionale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---