Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


propinatore  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [propinaˈtore]

1 αυτός που κάνει πρόποση
2 αυτός που δηλητηριάζει κρασί και δίνει να πιουν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  propinare propinquo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

propilene (ουσ αρσ )
propileo (ουσ αρσ )
propilico (επίθ.)
propina (θηλ.ουσ)
propinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
propinatore (ουσ αρσ )
propinquo (αρσ. επίθ και ουσ)
propionico (επίθ.)
propiziamente (επίρ.)
propiziare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
propiziarsi (ρ.μ. (αντων.))
propiziatore (ουσ αρσ )
propiziatore (επίθ.)
propiziatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
propiziazione (θηλ.ουσ)
propizio (επίθ.)
propoli (ουσ αρσ και θηλ.)
proponente (ουσ αρσ )
proponente (επίθ.)
proponibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---