Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpropinatore
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [propinaˈtore] 1 αυτός που κάνει πρόποση 2 αυτός που δηλητηριάζει κρασί και δίνει να πιουν permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |