Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


propalazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [propalatˈtsjone]

1 κοινολόγηση σε όλους
2 διασπορά είδησης
3 αποκάλυψη στο ευρύ κοινό
4 διάδοση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  propalatore propano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

propagginazione (θηλ.ουσ)
propaggine (θηλ.ουσ)
propalare (ρ. μτβ.)
propalato (επίθ.)
propalatore (αρσ. επίθ και ουσ)
propalazione (θηλ.ουσ)
propano (ουσ αρσ )
proparossitono (επίθ.)
propedeutica (θηλ.ουσ)
propedeutico (επίθ.)
propellente (ουσ αρσ )
propellente (επίθ.)
propendere (ρ.αμτβ.)
propensione (θηλ.ουσ)
propenso (αρσ. επίθ και ουσ)
properispomeno (αρσ. επίθ και ουσ)
propile (ουσ αρσ )
propilene (ουσ αρσ )
propileo (ουσ αρσ )
propilico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---