Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


propalatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [propalaˈtore]

1 άνθρωπος που κοινολογεί
2 σπερμολόγος
3 διαδοσίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  propalato propalazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

propagginare (ρ. μτβ.)
propagginazione (θηλ.ουσ)
propaggine (θηλ.ουσ)
propalare (ρ. μτβ.)
propalato (επίθ.)
propalatore (αρσ. επίθ και ουσ)
propalazione (θηλ.ουσ)
propano (ουσ αρσ )
proparossitono (επίθ.)
propedeutica (θηλ.ουσ)
propedeutico (επίθ.)
propellente (ουσ αρσ )
propellente (επίθ.)
propendere (ρ.αμτβ.)
propensione (θηλ.ουσ)
propenso (αρσ. επίθ και ουσ)
properispomeno (αρσ. επίθ και ουσ)
propile (ουσ αρσ )
propilene (ουσ αρσ )
propileo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---