Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


propagatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [propagaˈtore]

μέσο διάδοσης (φωτός ή ήχου ή θερμότητας κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  propagarsi propagazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

propagandare (ρ. μτβ.)
propagandista (ουσ αρσ και θηλ.)
propagandistico (επίθ.)
propagare (ρ. μτβ.)
propagarsi (ρ. μ. αμτβ.)
propagatore (αρσ. επίθ και ουσ)
propagazione (θηλ.ουσ)
propagginamento (ουσ αρσ )
propagginare (ρ. μτβ.)
propagginazione (θηλ.ουσ)
propaggine (θηλ.ουσ)
propalare (ρ. μτβ.)
propalato (επίθ.)
propalatore (αρσ. επίθ και ουσ)
propalazione (θηλ.ουσ)
propano (ουσ αρσ )
proparossitono (επίθ.)
propedeutica (θηλ.ουσ)
propedeutico (επίθ.)
propellente (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---