ItalianoGreco


propagandìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [propaganˈdista]

1 προπαγανδιστής
2 διαφημιστής
3 συστηματικός στην προώθηση ιδεών
4 κήρυκας
5 πρόσωπο που έχει ως επάγγελμα τη διαφήμιση ή την προπαγάνδα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---