Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


propagandìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [propaganˈdista]

1 προπαγανδιστής
2 διαφημιστής
3 συστηματικός στην προώθηση ιδεών
4 κήρυκας
5 πρόσωπο που έχει ως επάγγελμα τη διαφήμιση ή την προπαγάνδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  propagandare propagandistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pronunziato (επίθ.)
propagabile (επίθ.)
propagamento (ουσ αρσ )
propaganda (θηλ.ουσ)
propagandare (ρ. μτβ.)
propagandista (ουσ αρσ και θηλ.)
propagandistico (επίθ.)
propagare (ρ. μτβ.)
propagarsi (ρ. μ. αμτβ.)
propagatore (αρσ. επίθ και ουσ)
propagazione (θηλ.ουσ)
propagginamento (ουσ αρσ )
propagginare (ρ. μτβ.)
propagginazione (θηλ.ουσ)
propaggine (θηλ.ουσ)
propalare (ρ. μτβ.)
propalato (επίθ.)
propalatore (αρσ. επίθ και ουσ)
propalazione (θηλ.ουσ)
propano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---