Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


propagandìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [propaganˈdistiko]

1 σχετικός με την προπαγάνδα
2 διαφημιστικός
3 προπαγανδιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  propagandista propagare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

propagabile (επίθ.)
propagamento (ουσ αρσ )
propaganda (θηλ.ουσ)
propagandare (ρ. μτβ.)
propagandista (ουσ αρσ και θηλ.)
propagandistico (επίθ.)
propagare (ρ. μτβ.)
propagarsi (ρ. μ. αμτβ.)
propagatore (αρσ. επίθ και ουσ)
propagazione (θηλ.ουσ)
propagginamento (ουσ αρσ )
propagginare (ρ. μτβ.)
propagginazione (θηλ.ουσ)
propaggine (θηλ.ουσ)
propalare (ρ. μτβ.)
propalato (επίθ.)
propalatore (αρσ. επίθ και ουσ)
propalazione (θηλ.ουσ)
propano (ουσ αρσ )
proparossitono (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---