Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pronùnzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [proˈnuntsja]

1 λόγος
2 προφορά
3 τρόπος ομιλίας
4 άρθρωση
5 έκφραση
6 εκστόμιση
7 έναρθρος ήχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pronunciare pronunziabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pronuba (θηλ.ουσ)
pronubo (αρσ. επίθ και ουσ)
pronuncia (θηλ.ουσ)
pronunciamento (ουσ αρσ )
pronunciare (ρ. μτβ.)
pronunzia (θηλ.ουσ)
pronunziabile (επίθ.)
pronunziare (ρ. μτβ.)
pronunziarsi (ρ.μ. (αντων.))
pronunziato (ουσ αρσ )
pronunziato (επίθ.)
propagabile (επίθ.)
propagamento (ουσ αρσ )
propaganda (θηλ.ουσ)
propagandare (ρ. μτβ.)
propagandista (ουσ αρσ και θηλ.)
propagandistico (επίθ.)
propagare (ρ. μτβ.)
propagarsi (ρ. μ. αμτβ.)
propagatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---