Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prontaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [prontaˈmente]

1 άψε σβήσε
2 αμελλητί
3 άρον άρον
4 ταχέως
5 μάνι μάνι
6 αλέστα
7 αυθωρεί
8 αυτοστιγμεί
9 μεμιάς
10 διαμιάς
11 αυτοβοεί
12 παραχρήμα
13 μονομιάς
14 γρήγορα
15 πρόθυμα
16 γοργά
17 αμέσως
18 σβέλτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pronostico prontezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pronome (ουσ αρσ )
pronominale (επίθ.)
pronosticare (ρ. μτβ.)
pronosticatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pronostico (αρσ. επίθ και ουσ)
prontamente (επίρ.)
prontezza (θηλ.ουσ)
pronto (ουσ αρσ )
prontuario (ουσ αρσ )
pronuba (θηλ.ουσ)
pronubo (αρσ. επίθ και ουσ)
pronuncia (θηλ.ουσ)
pronunciamento (ουσ αρσ )
pronunciare (ρ. μτβ.)
pronunzia (θηλ.ουσ)
pronunziabile (επίθ.)
pronunziare (ρ. μτβ.)
pronunziarsi (ρ.μ. (αντων.))
pronunziato (ουσ αρσ )
pronunziato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---