Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pronosticatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pronostikaˈtore]

1 προλέγων
2 προβλέπων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pronosticare pronostico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pronipote (θηλ.ουσ)
prono (επίθ.)
pronome (ουσ αρσ )
pronominale (επίθ.)
pronosticare (ρ. μτβ.)
pronosticatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pronostico (αρσ. επίθ και ουσ)
prontamente (επίρ.)
prontezza (θηλ.ουσ)
pronto (ουσ αρσ )
prontuario (ουσ αρσ )
pronuba (θηλ.ουσ)
pronubo (αρσ. επίθ και ουσ)
pronuncia (θηλ.ουσ)
pronunciamento (ουσ αρσ )
pronunciare (ρ. μτβ.)
pronunzia (θηλ.ουσ)
pronunziabile (επίθ.)
pronunziare (ρ. μτβ.)
pronunziarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---