Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprónto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpronto] έτοιμος, πρόθυμος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαauguri [αρσ. πλυθ.] di pronta guarigione! = περαστικά! || pronto soccorso [αρσ.] = οι πρώτες βοήθειες [f.], η πρώτη βοήθεια Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |