Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pròno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔno]

1 πρηνής
2 υπόχρεος
3 υποχρεωμένος
4 πεσμένος μπρούμυτα
5 γερμένος
6 σκυμμένος
7 σκυφτός
8 υπάκουος
9 ευεπίφορος
10 πρόθυμος
11 επιρρεπής
12 ρέπων
13 διαθέσιμος
14 διατεθειμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pronipote pronome  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pronao (ουσ αρσ )
pronatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pronazione (θηλ.ουσ)
pronipote (ουσ αρσ )
pronipote (θηλ.ουσ)
prono (επίθ.)
pronome (ουσ αρσ )
pronominale (επίθ.)
pronosticare (ρ. μτβ.)
pronosticatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pronostico (αρσ. επίθ και ουσ)
prontamente (επίρ.)
prontezza (θηλ.ουσ)
pronto (ουσ αρσ )
prontuario (ουσ αρσ )
pronuba (θηλ.ουσ)
pronubo (αρσ. επίθ και ουσ)
pronuncia (θηλ.ουσ)
pronunciamento (ουσ αρσ )
pronunciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---