Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpromiscuità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [promiskuiˈta] 1 μείγμα 2 κράμα 3 ανάμειξη 4 ανάμειξη μεγάλη ετερογενής 5 ανακατωσούρα 6 ανακάτεμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |